Έβγαλε διάτα ο Κρούταγος,[1] της Βουλγαριάς[2] ο τσάρος.
Δίνει στους δούλους λευτεριά και στους ξενιτεμένους
δίνει πατρίδα· ανάθεμα στο σκλαβωτή, στον Κρούμο !
Είκοσι χρόνους λιώνανε στάχαρα ξένα, κ' οι άντρες
γέρασαν, άντρες γίνηκαν οι νιοί, λεβέντες τώρα
και τα παιδιά, μητέρες οι παιδούλες. Όλα φεύγουν.
Τρισάθλια τα γεράματα, κακόμοιρα τα νιάτα
που ανθούνε και καρπίζουνε στα ξένα, σκλαβωμένα.
Μα τώρα αλλάξαν οι καιροί: τον Κρούμο η γη τον τρώει,
στην[3] Πόλη τώρα Θεόφιλος ο συνετός ορίζει· [10]
τώρα του Κρούμου το σπαθί κρέμεται και σκουριάζει.
Έβγαλε διάτα ο Κρούταγος, της Βουλγαριάς ο τσάρος.
Κοπαδιαστά περνάν, αργά· και οι δούλοι αργά και οι ξένοι
πάνε. Ψηλάθε από θρονί ξαγναντευτής ο τσάρος.
Και είναι γυναίκες με παιδιά και με ραβδιά γερόντοι,
κι από το βαρύ φόρτωμα σκεβρώνεται και γέρνει,
λεβέντη μου, ο καλόχτιστος ο τοίχος του κορμιού σου,
κι είν΄ η παρθένα στη ντροπή και στα ξεσκίδια μέσα.
Πείνα περνάν, αργά· και οι δούλοι αργά και οι ξένοι
πάνε. Ψήλαθε, από θρονί, ξαγναντευτής ο τσάρος.
Και είναι γυναίκες με παιδιά και με ραβδιά γερόντοι,
κι από το βαρύ φόρτωμα σκεβρώνεται και γέρνει.
λεβέντη μου, ο καλόχτιστος ο τοίχος του κορμιού σου,
κι είν΄ παρθένα στην ντροπή και στα ξεσκίδια μέσα.
Πείνα περνά και δυστυχιά και γύμνια και τρομάρα.
Κ΄ οι ολόδροσοι της ομορφιάς ανθοί από το λιοπύρι [20]
σκληρά καμένοι της σκλαβιάς και χοντροδουλευτάδες
οι αρχόντοι, παραλλάματα[4] κι από την κακοπάθεια.
Ρόδα κι αν είχε ο σκλαβωτής, για τους δικούς του τα είχε,
και μόνο τα τριβόλια του πάντα έννοιωθε κι ο σκλάβος.
Κι ο ήλιος[5] πώς τους φλόγιζε χωρίς να τους ζεσταίνη,
κ΄ εσύ, ίσκιε, πώς τους πάγωνες χωρίς να τους δροσίζης !
Κι όλο περνάν, κι όλο περνάν οι σκλαβωμένοι εμπρός του,
και πότε αναστενάζουνε και πότε αχνογελάνε,
και σμίγουν πόνος της σκλαβιάς κ' ελπίδα της πατρίδας
μέσα σταναστενάσματα και μέσα σταχνογέλια. [30]
Κάμετε ακόμα υπομονή και πάρτε ακόμα δρόμο,
και κάτου απ' άλλους ουρανούς άλλη γη θα πατήστε,
θα κόφτε τα τριαντάφυλλα, θα σας ζεστάνη η ζέστα
του ηλιού σαν κόρφος μητρικός, θα ρουφήχτε μάννα
το δρόσος ! Πάσαν ομορφιά, Πατρίδα, εσύ την έχεις.
Ειδωλολάτρης άκαρδος ο Κρούταγος, ο τσάρος.
Ψες είταν που το Μανουήλ, τον άγιο το Δεσπότη,
μαρτυρικό του φόρεσε στεφάνι του Δεσπότη.
Μα τώρα η χάρη του Θεού σα να τον έχη αγγίξει,
μέρεψε και το χαίρεται κρυφή χαρά του, που είναι [40]
της λευτεριάς ο μοιραστής, τάχαρου σκλάβου κόσμου
προσκύνημα. Μπρος του περνάν και γονατάν και σκύβουν.
Μόν' ένας, μπρος του σαν περνά, δε γονατά, δε σκύβει.[6]
Δράκος δεν είναι στο κορμί, στα χρόνια δεν είν' άντρας,
ψες ήταν που παιγνίδιζε με τα παιγνίδια αγόρι·
νατος ! Ψηλός και αλύγιστος κ' ευγενικός και ωραίος,
και στρατοκόπος ξέγνοιαστος, λεβέντης γαυριασμένος,[7]
κ' η φορεσιά του αρχοντικιά, κ' αυγερινή του η όψη,
και χρυσαϊτοί ολοτρόγυρα του σάκκου του κεντίδια.
Τον αγναντεύεις και νογάς, πως δεν το ξέρει εκείνος [50]
το σκύψιμο του δουλευτή, καθώς το ξέρουν οι άλλοι,
τον αγναντεύεις, και νογάς, καθώς ολόανθος είναι,
πως δεν τον ηύρε πουθενά να τον πυρώση ο ήλιος.
Στου ηλιού την πύρη δούλευαν για κείνον οι άλλοι κ' οι άλλοι,
και φτωχοντύνονταν γι' αυτόν, για να τον έχουν πάντα
ντυμένο στα λαμπριάτικα, και σα να καρτερούσαν
απ' αυτόν και το κύλισμα της πέτρας και το ανάστα.
Στη λεβεντιά του πέτεται κι ας είναι με τους σκλάβους.
Δε λες πως πάει στον τόπο του ραγιάς από τα ξένα,
λες από πόλεμο γυρνά και θρόνος τον προσμένει. [60]
Μόνος αυτός δε γονατά, μόνος αυτός δε σκύβει.
Κι ο βασιλιάς ξεφνίζεται, ρωτά· — Ποιός είν' εκείνος
που δε με προσκυνά, ποιός είναι; — Είναι της χήρας
ο γιος, μονόκλωνος βλαστός. — Για φέρτε τον μπροστά μου.—
Σαν έρθη από βροχόνερο μανιωμένο ποτάμι
και πλημμυρίση και χυθη και πελαγώση ο κάμπος
και συνεπάρη τα δεντρά και τα σπαρτά σκεπάση,
κι οπόχει την καλύβα του κατάμεσα του κάμπου
ξυπνώντας νύχτα, ανέλπιστα, βουϊτό χαμού γρικήση
και δεν μπορεί να πάη μπροστά και μήτε πάει και πίσω, [70]
γιατί μπροστά είναι κύματα και ρέματα είναι πίσω,
και αχνίζει και βουβαίνεται και τρέμει και απομένει,—
στου λυτρωμού την πόρτα ομπρός όμοια ο λαός ο σκλάβος
αχνίζει και βουβαίνεται και τρέμει και απομένει.
Απάντεχο το μπόδισμα του ακριβογιού της χήρας !
Και δεν μπορεί να πάη μπροστά, γιατί του λείπει εκείνος,
και πίσω ανήμπορος να πάη, γιατί η σκλαβιά είναι πίσω.
Κι ακούστηκε πνιχτή φωνή: «Μπω ! μπω ! καημένα αδέρφια,
ο κανακάρης κι ο ακριβός δε θα γυρίση πίσω.
Στου βούργαρου τη δούλεψη θα φάη τα νιάτα, οϊμένα !» [80]
Η μάννα του σωριάζεται σαν αστραποκαμένη,
κι ακούς αναστενάσματα και ουρλιάσματα σπαράζουν
ταυτιά, γροθιές τεντώνονται και σφίγγονται και δέρνουν
τάδειο, και ξεχωρίζονται τα χέρια και σπαράζουν
...