Ἡ Ἀναμαρτησία τῆς Παναγίας1
«Ὡς ἐμψύχῳ Θεοῦ κιβωτῷ, ψαυέτω μηδαμῶς χεὶρ ἀμυήτων», ψάλλουμε στὴν ἐνάτη ὠδὴ πολλῶν Θεομητορικῶν ἑορτῶν. Πράγματι τὸ μυστήριο περὶ τοῦ προσώπου καὶ τῆς ζωῆς τῆς Θεοτόκου ἀποτελεῖ βιβλίο«κατεσφραγισμένον σφραγῖσιν ἑπτὰ»2 γιὰ τοὺς ἀμυήτους, τοὺς μὴ ἔχοντας τὴν ἀποκάλυψη, τὴν θεία Χάρη. Μυστήριο ἀληθινὸ καὶ τολμηρό, θεῖο καὶ ἀνθρώπινο· ἀνέγγικτο ἀπὸ τὸν χοϊκὸ ἄνθρωπο. Πῶς μπορεῖ κάποιος νὰ νοήσει τὰ ὑψηλότερα, τὰ περὶ τῆς Θεοτόκου, ἀφοῦ δὲν ἔχει πείρα οὔτε τῶν κατωτέρων; Πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει καθαρισθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη νὰ ὁμιλεῖ μὲ αὐθεντία περὶ θεώσεως;
Στὰ εὐαγγέλια ἀποσιωπᾶται ἡ ζωὴ τῆς Παναγίας Παρθένου καὶ μόνο λίγα μᾶς ἀποκαλύπτονται. Πολλὰ ὅμως ἄλλα, ὅπως καὶ τὴν σημασία καὶ ἔννοια τῶν εὐαγγελικῶν ἀναφορῶν, τὰ διδάσκει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας· τὰ ἀποκαλύπτει πολλὲς φορὲς ἡ ἴδια ἡ Θεοτόκος στοὺς πιστοὺς δούλους Της, στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Θὰ ἤθελα νὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχή σας, ἀλλὰ καὶ νὰ ζητήσω τὶς προσευχές σας, γιὰ νὰ προχωρήσουμε μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ στὴν ἀνάπτυξη τοῦ τόσο λεπτοῦ καὶ σημαντικοῦ αὐτοῦ θέματος, ποὺ ἅπτεται τοῦ προσώπου τῆς Παναγίας μας, ἀλλὰ ἔχει σχέση καὶ μὲ τὴν δική μας πνευματικὴ ζωή.
Ἐξαρχῆς ἡ Ἐκκλησία δὲν ἐπιχείρησε νὰ διατυπώσει ἰδιαίτερα δόγματα γιὰ τὴν Παναγία. Δόγματα διατύπωσε μόνο γιὰ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ(Τριαδικὸ δόγμα) καὶ τὸν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο(Χριστολογικὸ δόγμα). Ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν Παναγία διατυπώθηκε βαθμηδὸν σὲ ἄμεση σχέση μὲ τὴν Χριστολογία. Μόνο ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία διατύπωσε ἰδιαίτερα δόγματα γιὰ τὴν Παναγία(ἀσπόρου συλλήψεως, ἐνσωμάτου μεταστάσεως). Ἔτσι ὁ Μέγας Βασίλειος μέσα στὴν προοπτικὴ τῆς ἀρχαίας Πατερικῆς Παραδόσεως, ἀπευθυνόμενος πρὸς αὐτοὺς ποὺ ἀμφισβητοῦσαν τὴν μετὰ τόκον παρθενία τῆς Θεοτόκου, μετατόπιζε τὴν σπουδαιότητα τοῦ θέματος στὴν παρθενικὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἔλεγε ὅτι ἡ παρθενία ἦταν ἀναγκαία ὣς τὴν ἐνανθρώπηση, γιὰ τὸ ὕστερα ἂς μὴν εἴμαστε περίεργοι λόγῳ τοῦ μυστηρίου ποὺ περικλείεται3.
Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ποὺ ἡ διδασκαλία του γιὰ τὸν ὅρο«Θεοτόκος» θεμελιώθηκε ἀπὸ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο4 καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀποτελοῦν δύο βασικοὺς σταθμοὺς στὴν ἀνάπτυξη τῆς δογματικῆς διδασκαλίας γιὰ τὴν Παναγία. Γενικὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀπὸ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ὕστερα ἡ ἀφομοίωση τῆς δογματικῆς διδασκαλίας γιὰ τὴν Θεοτόκο ἦταν πολὺ ἀργή.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τὸν14ο αἰώνα, ποὺ χαρακτηρίστηκε ὡς αἰώνας τοῦ χριστιανικοῦ ἀνθρωπισμοῦ γιὰ τὸ Βυζάντιο, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς προγενεστέρους Πατέρες ἦταν ἴσως ὁ πρῶτος, ποὺ τόνισε τὴν ἀνθρωπολογικὴ σπουδαιότητα τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου, χωρὶς βέβαια νὰ ἀγνοεῖ τὴν Χριστολογικὴ σπουδαιότητά της ἢ νὰ παύει νὰ τὴν προϋποθέτει. Μίλησε ἐκτενῶς γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ τῆς Παρθένου! Τὴν παρουσίασε ὡς ἡσυχάστρια μέσα στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων καὶ τὴν πρόβαλε ὡς πρότυπο πνευματικῆς τελειώσεως5. Αὐτὸς ἀπέδειξε ὅτι πρώτη ἡ Παναγία εἶδε τὸν ἀναστάντα Χριστό. Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο αὐτὴ ἦταν ἡ μόνη«κυρίως φερωνύμως παρθένος»· εἶχε ἀποκτήσει τὴν τελεία ἁγνεία, ἦταν παρθένος στὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἀγγίξει κάποιος μολυσμὸς οὔτε τὶς αἰσθήσεις τοῦ σώματός της οὔτε τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς της6.
Τὴν γραμμὴ αὐτὴν τοῦ Παλαμᾶ ἀκολούθησε καὶ ὁ σχεδὸν σύγχρονός του ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας. Αὐτὸς γράφει ὅτι«προξενεῖ ἔκπληξη ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀγγέλους, τὸ πῶς, ἐνῶ ἡ Παρθένος ἦταν μόνο ἄνθρωπος καὶ δὲν εἶχε τίποτε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, μπόρεσε νὰ διαφύγει, μόνη αὐτή, τὴν κοινὴ ἀρρώστια(δηλ. τὴν ἁμαρτία)»7. Αὐτὴ ἦταν ἡ«πρώτη καὶ μόνη τῆς ἁμαρτίας καθάπαξ ἀπηλλαγμένη»8.
Ἀκολουθεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης, ὁ ὁποῖος κάνοντας μία συνθετικὴ θεολογία μὲ βάση ὅλους τοὺς προγενέστερους Πατέρες διακηρύττει:«Ἂν καθ’ ὑπόθεσιν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καὶ τὰ λοιπὰ κτίσματα ἤθελον γείνη κακά, μόνη ἡ Κυρία Θεοτόκος ἦτον ἱκανὴ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸν Θεὸν» καὶ ὅτι«ὅλος ὁ νοητὸς καὶ αἰσθητὸς κόσμος ἔγεινε διὰ τὸ τέλος τοῦτο, ἤτοι διὰ τὴν Κυρίαν Θεοτόκον, καὶ πάλιν ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἔγεινε διὰ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν»9. Στὴν δὲ ἑρμηνεία τουΕἰς τὴν θ΄ᾠδὴν τῆς Θεοτόκου Μαρίας γράφει ὅτι«ἡ Θεοτόκος ἦταν ἀνωτέρα κάθε προαιρετικοῦ ἁμαρτήματος συγγνωστοῦ τε καὶ θανασίμου, μέχρι καὶ προσβολῆς αὐτῆς πονηροῦ λογισμοῦ»10.
Τελευταῖο σταθμὸ ἀποτελεῖ ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, ποὺ μαρτυρεῖ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ὅτι«ἡ Θεομήτωρ οὐδέποτε ἥμαρτεν, οὐδὲ διὰ σκέψεως»11.
Ὁ Χριστὸς δὲν ἁμάρτησε, γιατὶ ὡς θεία Ὑπόσταση δὲν μποροῦσε νὰ ἁμαρτήσει. Εἶχε τὴν ἀπόλυτη καὶ κατὰ φύση ἀναμαρτησία. Τὸ«οὐδεὶς ἀναμάρτητος, εἰ μὴ ὁ Θεὸς»12 ἀναφέρεται σὲ αὐτὴν τὴν κατὰ φύση ἀναμαρτησία τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ...